- διγένεια
- η1. (για ανθρ.) η καταγωγή από δύο γένη που ανήκουν σε διαφορετικές εθνότητες και συνδέθηκαν με γάμο2. (για ζώα) η ιδιότητα τού ζώου που προέρχεται από δύο διασταυρωμένα γένη3. το να έχει κανείς τα γεννητικά όργανα και τών δύο φύλλων4. γραμμ. το να έχει ένα όνομα δύο γραμματικά γένη.[ΕΤΥΜΟΛ. < διγενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Μαυροφρύδη].
Dictionary of Greek. 2013.